- φοινικίτης
- φοινικί̱της , φοινικίτηςpalmmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φοινικίτης — ὁ, Α κρασί από καρπούς τού δέντρου φοίνικας (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), οίνικος «είδος δένδρου» + κατάλ. ίτης* (πρβλ. μηλ ίτης)] … Dictionary of Greek
φοινικίτου — φοινικί̱του , φοινικίτης palm masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικίτῃ — φοινικί̱τῃ , φοινικίτης palm masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)